φάνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάνταγμα < φαντάζω + -μα[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfan.da.ɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐ντα‐γμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάνταγμα ουδέτερο
- η έπαρση, η επιδεικτικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάνταγμα
→ δείτε τη λέξη έπαρση |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.