Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελεμές οι τελεμέδες
      γενική του τελεμέ των τελεμέδων
    αιτιατική τον τελεμέ τους τελεμέδες
     κλητική τελεμέ τελεμέδες
πληθυντικός και τελεμέδια
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελεμές < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελεμές αρσενικό

  • (τυρί) μαλακό λευκό τυρί με τρύπες που μοιάζει με τη φέτα, αλλά παρασκευάζεται διαφορετικά όσον αφορά στο αλάτισμα και το στράγγισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία