μουγγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουγγός | η | μουγγή | το | μουγγό |
γενική | του | μουγγού | της | μουγγής | του | μουγγού |
αιτιατική | τον | μουγγό | τη | μουγγή | το | μουγγό |
κλητική | μουγγέ | μουγγή | μουγγό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουγγοί | οι | μουγγές | τα | μουγγά |
γενική | των | μουγγών | των | μουγγών | των | μουγγών |
αιτιατική | τους | μουγγούς | τις | μουγγές | τα | μουγγά |
κλητική | μουγγοί | μουγγές | μουγγά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουγγός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουγγός < ελληνιστική κοινή μογγός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μουγγός, -ή, -ό
- που από τη φύση του δεν μπορεί να μιλήσει
- που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω ταραχής ή άλλου έντονου συναισθήματος
- που δεν μιλάει σε μια ορισμένη στιγμή, που παραμένει σιωπηλός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τύφλα να 'χουν οι μουγγοί: για κάτι προβληματικό απ' όποια οπτική και να το εξετάσει κανείς