Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουγγός η μουγγή το μουγγό
      γενική του μουγγού της μουγγής του μουγγού
    αιτιατική τον μουγγό τη μουγγή το μουγγό
     κλητική μουγγέ μουγγή μουγγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουγγοί οι μουγγές τα μουγγά
      γενική των μουγγών των μουγγών των μουγγών
    αιτιατική τους μουγγούς τις μουγγές τα μουγγά
     κλητική μουγγοί μουγγές μουγγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουγγός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουγγός < ελληνιστική κοινή μογγός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muŋˈɡos/

  Επίθετο επεξεργασία

μουγγός, -ή, -ό

  1. που από τη φύση του δεν μπορεί να μιλήσει
     συνώνυμα: βωβός, βουβός
  2. που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω ταραχής ή άλλου έντονου συναισθήματος
     συνώνυμα: άφωνος, άλαλος, βουβός
  3. που δεν μιλάει σε μια ορισμένη στιγμή, που παραμένει σιωπηλός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τύφλα να 'χουν οι μουγγοί: για κάτι προβληματικό απ' όποια οπτική και να το εξετάσει κανείς

  Μεταφράσεις επεξεργασία