Δείτε επίσης: μουγγός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μογγός τὸ μογγόν
      γενική τοῦ/τῆς μογγοῦ τοῦ μογγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ μογγ τῷ μογγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μογγόν τὸ μογγόν
     κλητική ! μογγέ μογγόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μογγοί τὰ μογγᾰ́
      γενική τῶν μογγῶν τῶν μογγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς μογγοῖς τοῖς μογγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς μογγούς τὰ μογγᾰ́
     κλητική ! μογγοί μογγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μογγώ τὼ μογγώ
      γεν-δοτ τοῖν μογγοῖν τοῖν μογγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μογγός < πιθανόν αποσπάστηκε από το ελληνιστικό μογιλάλος (αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσος) < μόγις (με δυσκολία) + ‑λαλος (λαλέω/λαλῶ)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

μογγός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λήμμα «μουγγός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.