Χρήστης:Botaki/Επίθετα μενος
αεροναυτιλλόμενος αεροχτυπημένος αλαφροσκυμμένος αλίμενος αλληλοεπηρεαζόμενος αλληλοεπιδρώμενος αλλοιωμένος αλλοπαρμένος αμμοστρωμένος αναγεννημένος αναγομωμένος αναδιαρθρωμένος ανακατεμένος ανανεωμένος αναπεπταμένος αναποδιασμένος αναπροσαρμοζόμενος αναστεναμένος αναταρασσόμενος ανδρειωμένος ανειλημμένος ανειμένος ανεπτυγμένος ανεσταλμένος ανηγμένος ανθισμένος ανοιγοκλειόμενος ανοσοκατεσταλμένος αντικειμενικοποιημένος αντικειμενοποιημένος αντικρουόμενος αντιμαχόμενος αντιστυλωμένος αντισυμβαλλόμενος αντραλεμένος αντρειωμένος αντρωμένος αξιαζόμενος αξιαζούμενος αξιολογούμενος απαυτωμένος απεγνωσμένος απεκδυόμενος απελασμένος απελαυνόμενος απλοποιημένος απογαλακτισμένος αποδειγμένος αποκεντρωμένος απολεπισμένος απομονωμένος αποπληθωρισμένος αποσκελετωμένος αποσπασμένος αποτελειωμένος αποτελεσμένος αποτελούμενος αποτραβηγμένος αποχυμένος απρόσμενος απύθμενος αραιοκατοικημένος αραξοβολημένος αραχνοκεντημένος ασημοκαπνισμένος ασπροντυμένος ασπροφορεμένος αστοχισμένος αστραποκαμένος αυτοαπαρνημένος αυτοδιοικούμενος αυτοειρωνευόμενος αυτοεκπληρούμενος αυτοεπενδυόμενος αυτοκινούμενος αυτοκυβερνώμενος αυτοπροωθούμενος αφιεραρχημένος αχυροστρωμένος βαθυπύθμενος βεβαπτισμένος βεβαρυμένος βλογιοκομμένος βρεγμένος γαντοφορεμένος γεροδεμένος γεροντομπασμένος γινωμένος γλιτσιασμένος γουρουνομαθημένος γραβατοφορεμένος γραβατωμένος γραμματιζούμενος γραμματισμένος γραμμοσκιασμένος γρατζουνισμένος γρατσουνισμένος δαιμνοπαρμένος δαφνοστεφανωμένος διαβολεμένος διακεκαυμένος διακεκομμένος διακινούμενος διανυμένος διασταυρούμενος διαστρωματωμένος διατυμπανισμένος διαχειριζόμενος διεκπεραιωμένος διεστραμμένος διευθετημένος δικαιοκρατούμενος εγκατεσπαρμένος ειδικευμένος ειδικοποιημένος εκκλησιαζόμενος εκσφενδονισμένος ελλαδογεννημένος εμπορευάμενος εμπορευόμενος εναλλασσόμενος εναρμονισμένος ενδεδυμένος ενδεχόμενος ενεχόμενος ενθουσιασμένος εντεταμένος εξαρτημένος εξεζητημένος εξερχόμενος εξηλασμένος επανασυσκευασμένος επαναχρησιμοποιούμενος επεκταμένος επεκτεινόμενος επεκτεταμένος επιγενόμενος επικαθείμενος επικρεμάμενος επιλαμβανόμενος επιμηκυμένος επιχρωματισμένος επιψευδαργυρωμένος επόμενος ερεθισμένος ερμηνευόμενος ερρωμένος ερωτοπονεμένος ερωτοχτυπημένος εσκεμμένος εστεμμένος ετησιοποιημένος ευλίμενος εφοδιασμένος ζαρομπασμένος ζαχαροζυμωμένος ζεβλωμένος ζημιωμένος ηγγυημένος ηλιογεννημένος ηλιοκαμένος ηλιοψημένος ημαρτημένος ημιειδικευμένος ημιεπεξεργασμένος ημιρυμουλκούμενος θαλασσοβρεγμένος θαλασσοδερμένος θεοσκοτωμένος θερμασμένος θερμοτηκόμενος θολοσκεπασμένος θρησκευόμενος ιδεολογικοπαρμένος ισορροπημένος ιστάμενος καβουρντισμένος καθήμενος κακοαναθρεμμένος κακογραμμένος κακογραμμένος κακοδιατηρημένος κακοευχαριστημένος κακομαγειρεμένος κακομαθημένος κακομοιρασμένος κακοντυμένος κακοξυσμένος κακοστρωμένος κακοσυντηρημένος καλοβαλμένος καλοδιαβασμένος καλοδιατηρημένος καλοθρεμμένος καλομαγειρεμένος καλομοιρασμένος καλοντυμένος καλοξυρισμένος καλοξυσμένος καλοπλυμένος καλοσιδερωμένος καλοστεκάμενος καλοστεκούμενος καλοσυντηρημένος καλοσχεδιασμένος καλοσχηματισμένος καλοταϊσμένος καλοτυπωμένος καλοφορεμένος κανακεμένος κανονισμένος κατακαημένος καταλιγδιασμένος καταραμένος καταφοβισμένος καταχαρούμενος καταχωνιασμένος κατερχόμενος κατεχόμενος κεκαθαρμένος κεκαλυμμένος κεκηρυγμένος κεκλιμένος κεκοιμημένος κεντρικοποιημένος κηδεμονευόμενος κληρονομούμενος κληρωσάμενος κλιμακοποιημένος κοκκοποιημένος κολασμένος κομψευόμενος κοντοκουρεμένος κοντυλογραμμένος κοσμογυρισμένος κουστουμαρισμένος κρεατωμένος κρυμμένος κρυοσυντηρημένος κυλιόμενος κωλοπετσωμένος λακαρισμένος λατινογραφημένος λεπτοδουλεμένος λεπτοκαμωμένος λευκοντυμένος λευκοπυρώμενος λευκοφορεμένος λημματογραφημένος ληστευμένος λιγωμένος λουόμενος μαθητευόμενος μαλακισμένος μαυροντυμένος μαυροφορεμένος μεγαλοκαμωμένος μεθεπόμενος μελλούμενος μεταμφιεσμένος μεταχειρισμένος μεταχρονολογημένος μικροκαμωμένος μισθοδοτούμενος μισοδουλεμένος μισοκαμένος μισοξαπλωμένος μισοπεθαμένος μισοψημένος μοσκαναθρεμμένος μοσχαναθρεμμένος μουζωμένος μπασμένος μυαλωμένος μυλλωμένος ναυτιλλόμενος νεοπαντρεμένος νεοφερμένος νεραϊδογεννημένος νεραϊδοπαρμένος νεροκαμένος νηολογημένος νομοκατεστημένος νομοκρατούμενος ξακουσμένος ξαπλωμένος ξεμαλλιασμένος ξεματιασμένος ξενηστικωμένος ξεροψημένος ξεχαρβαλωμένος ξιμαρισμένος ξινισμένος ξορκισμένος ξυλάρμενος οικογενειοκρατούμενος ολοφυρόμενος ομιχλιασμένος ομογενοποιημένος ομορφοφτιαγμένος ονειροπαρμένος ονειροπλασμένος ορισμένος παγωμένος παινεμένος πανουκλιασμένος παντρεμένος παπουτσωμένος παραβρασμένος παραγυμνασμένος παρακείμενος παρακοιμώμενος παρασημοφορημένος παρατετραμμένος παρελκόμενος παρεπόμενος παρεστιγμένος παρμένος πασπαλισμένος πατικωμένος πεθαμένος πεπιεσμένος πεπλανημένος πεπολιτισμένος πεπρωμένος περασμένος περιλιμπανόμενος περισσευάμενος περισσευούμενος πετυχημένος πηδαλιουχούμενος πιεσμένος πικραμένος πιωμένος πλαγιοδετημένος πλανεμένος πλατυπύθμενος πολιτισμένος πολυβασανισμένος πολυδιαστρωματωμένος πολυζηλεμένος πολυξακουσμένος πολυπονεμένος πονεμένος ποντικοφαγωμένος πρεούμενος πρεσοκομμένος προαριθμημένος προβουλκανισμένος προεισπραττόμενος προκεχωρημένος προνομοθετημένος προπερασμένος προσαρμοσμένος προσβεβλημένος προσβλημένος προσειλημμένος προσημασμένος προσκείμενος προσλημμένος προστατευόμενος προστριβόμενος προτεταμένος προτιθέμενος προτυποποιημένος προϋφιστάμενος πυκνογραμμένος πυκνοδομημένος πυκνοκατοικημένος ροδοζυμωμένος ροδοπεριχυμένος ροδοστεφανωμένος ροδοψημένος ροζιασμένος ρυτιδιασμένος σαββατογεννημένος σαρακοφαγωμένος σαφρακιασμένος σεινάμενος σερνάμενος σκελεθρωμένος σκελετωμένος σκληραγωγημένος σκοπευμένος σκοροφαγωμένος σκοτωμένος σκουληκοφαγωμένος σκουντημένος σπαγγοραμένος σπαγγοραμμένος σπαγκοραμμένος σπουδασμένος στανιαρισμένος στριμμένος στρωματοποιημένος συγκείμενος συγκεντρωμένος συγκινημένος συγχυσμένος συζευγμένος συλλογισμένος συμμαζεμένος συμμορφούμενος συμπιεσμένος συμφωνημένος συναιρόμενος συναλλασσόμενος συνεπικουρούμενος συνεσταλμένος συνεχόμενος συνηθισμένος συνημμένος συστεγαζόμενος συστημένος συφοριασμένος σχεδιοποιημένος ταγκαρισμένος ταγμένος ταριχευμένος τεθωρακισμένος τελειοποιημένος τελειωμένος τεταγμένος τετρανιτρωμένος τετραπερασμένος τετραϋδρογονωμένος τηλεκατευθυνόμενος τηλεχειριζόμενος τομεοποιημένος τονούμενος τοξικοεξαρτημένος τουρκοπατημένος τρεμάμενος τρεχάμενος τρεχούμενος τριάρμενος τριβόμενος τρισαποτελούμενος τρισευτυχισμένος τσιγαρισμένος τσικνισμένος τσιμενταρισμένος υπερεκτεταμένος υπερεξοπλισμένος υπεσχημένος υπογειωμένος υποθηκευμένος υποκείμενος υπολειπόμενος υπονοούμενος φακελωμένος φανατισμένος φανταγμένος φαντασμένος φασκιωμένος φεγγαρολουσμένος φεγγαροντυμένος φεγγαροστολισμένος φθοριωμένος φιλιωμένος φιλοσοφημένος φιλοφρονημένος φιλτραρισμένος φιστικωμένος φκιασιδωμένος φλογοκαμένος φλωροκαπνισμένος φρενιασμένος φρεσκοβαμμένος φρεσκογυαλισμένος φρεσκοθερισμένος φρεσκοκομμένος φρεσκοπασαλειμμένος φρεσκοπλυμένος φρεσκοψημένος φρυγανισμένος φτιασιδωμένος φυλλοστρωμένος φωτιοκαμένος χαζοχαρούμενος χαλικοστρωμένος χαλκοστρωμένος χαρισάμενος χαρτζιλικωμένος χαρτοσημασμένος χειροτονημένος χηράμενος χηρευάμενος χιλιοειπωμένος χιλιοφορεμένος χλεμπονιασμένος χλευασμένος χολεριασμένος χονδροπεταλωμένος χοντραλεσμένος χοντροαλεσμένος χοντροδουλεμένος χοντροκομμένος χοντροφτιαγμένος χρηματισμένος χρησάμενος χρωματισμένος ψαλιδισμένος ψευτοφαγωμένος ψιλοκαμωμένος ψιλοκομμένος ψυγμένος ψυχραμένος ωρισμένος