ζεβλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεβλωμένος < ζεύω (από όπου παράγεται η ζέβλα (λυγισμένο ξύλο), εξάρτημα του ζυγού, που χρησιμοποιούσαν για να ζεύουν τα ζώα)
Μετοχή επεξεργασία
ζεβλωμένος, -η, -ο
ζεβλωμένος, -η, -ο