αξιαζούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιαζούμενος < αξιάζ(ω) (μεσαιωνική ελληνική ἀξιάζω) + -ούμενος. Δείτε και το μεσαιωνικό[1] ἀξιαζόμενος
Μετοχή
επεξεργασίααξιαζούμενος, -η, -ο
Παροιμίες
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξιαζούμενος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αξιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .