Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιαζούμενος η αξιαζούμενη το αξιαζούμενο
      γενική του αξιαζούμενου της αξιαζούμενης του αξιαζούμενου
    αιτιατική τον αξιαζούμενο την αξιαζούμενη το αξιαζούμενο
     κλητική αξιαζούμενε αξιαζούμενη αξιαζούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιαζούμενοι οι αξιαζούμενες τα αξιαζούμενα
      γενική των αξιαζούμενων των αξιαζούμενων των αξιαζούμενων
    αιτιατική τους αξιαζούμενους τις αξιαζούμενες τα αξιαζούμενα
     κλητική αξιαζούμενοι αξιαζούμενες αξιαζούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιαζούμενος < αξιάζ(ω) (μεσαιωνική ελληνική ἀξιάζω) + -ούμενος. Δείτε και το μεσαιωνικό[1] ἀξιαζόμενος

  Μετοχή επεξεργασία

αξιαζούμενος, -η, -ο

Παροιμίες επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αξιάζω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

  Πηγές επεξεργασία