↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιαζόμενος η αξιαζόμενη το αξιαζόμενο
      γενική του αξιαζόμενου της αξιαζόμενης του αξιαζόμενου
    αιτιατική τον αξιαζόμενο την αξιαζόμενη το αξιαζόμενο
     κλητική αξιαζόμενε αξιαζόμενη αξιαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιαζόμενοι οι αξιαζόμενες τα αξιαζόμενα
      γενική των αξιαζόμενων των αξιαζόμενων των αξιαζόμενων
    αιτιατική τους αξιαζόμενους τις αξιαζόμενες τα αξιαζόμενα
     κλητική αξιαζόμενοι αξιαζόμενες αξιαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιαζόμενος < μεσαιωνική ελληνική αξιαζόμενος < αξιάζω

αξιαζόμενος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία