μυλλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαμυλλωμένος
- (κυπριακά) λιπαρός, αρτύσιμος, μη νηστίσιμος
- (κυπριακά) που έχει άσεμνο, σκωπτικό περιεχόμενο, όπως τα γαμοτράγουδα
- τα μυλλωμένα τραούθκια της νύμφης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυλλωμένος
|