Ετυμολογία

επεξεργασία
μυλλωμένος < παθητική μετοχή του μυλλώνω < μύλλα

μυλλωμένος

  1. (κυπριακά) λιπαρός, αρτύσιμος, μη νηστίσιμος
  2. (κυπριακά) που έχει άσεμνο, σκωπτικό περιεχόμενο, όπως τα γαμοτράγουδα
    τα μυλλωμένα τραούθκια της νύμφης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία