Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απελαυνόμενος η απελαυνόμενη το απελαυνόμενο
      γενική του απελαυνόμενου της απελαυνόμενης του απελαυνόμενου
    αιτιατική τον απελαυνόμενο την απελαυνόμενη το απελαυνόμενο
     κλητική απελαυνόμενε απελαυνόμενη απελαυνόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απελαυνόμενοι οι απελαυνόμενες τα απελαυνόμενα
      γενική των απελαυνόμενων των απελαυνόμενων των απελαυνόμενων
    αιτιατική τους απελαυνόμενους τις απελαυνόμενες τα απελαυνόμενα
     κλητική απελαυνόμενοι απελαυνόμενες απελαυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απελαυνόμενος < αρχαία ελληνική ἀπελαυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπελαύνω

  Μετοχή επεξεργασία

απελαυνόμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία