απελαυνόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απελαυνόμενος < αρχαία ελληνική ἀπελαυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπελαύνω
Μετοχή επεξεργασία
απελαυνόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που τον απελαύνουν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απελαυνόμενος
|