προστριβόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστριβόμενος < αρχαία ελληνική προστρίβω, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Affikata
Μετοχή επεξεργασία
προστριβόμενος, -η, -ο
- (φωνητική) (φθόγγος) που αποτελείται από ένα κλειστό και ένα εξακολουθητικό τμήμα
- οι φθόγγοι [ts], [tʃ], [dz] είναι προστριβόμενοι