affriqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affriqué | affriqués |
θηλυκό | affriquée | affriquées |
Επίθετο
επεξεργασίαaffriqué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affriqué | affriqués |
θηλυκό | affriquée | affriquées |
affriqué (fr)