Δείτε επίσης: κληρονομημένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κληρονομούμενος η κληρονομούμενη το κληρονομούμενο
      γενική του κληρονομούμενου της κληρονομούμενης του κληρονομούμενου
    αιτιατική τον κληρονομούμενο την κληρονομούμενη το κληρονομούμενο
     κλητική κληρονομούμενε κληρονομούμενη κληρονομούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κληρονομούμενοι οι κληρονομούμενες τα κληρονομούμενα
      γενική των κληρονομούμενων των κληρονομούμενων των κληρονομούμενων
    αιτιατική τους κληρονομούμενους τις κληρονομούμενες τα κληρονομούμενα
     κλητική κληρονομούμενοι κληρονομούμενες κληρονομούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κληρονομούμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία