Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδεδυμένος η ενδεδυμένη το ενδεδυμένο
      γενική του ενδεδυμένου της ενδεδυμένης του ενδεδυμένου
    αιτιατική τον ενδεδυμένο την ενδεδυμένη το ενδεδυμένο
     κλητική ενδεδυμένε ενδεδυμένη ενδεδυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδεδυμένοι οι ενδεδυμένες τα ενδεδυμένα
      γενική των ενδεδυμένων των ενδεδυμένων των ενδεδυμένων
    αιτιατική τους ενδεδυμένους τις ενδεδυμένες τα ενδεδυμένα
     κλητική ενδεδυμένοι ενδεδυμένες ενδεδυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδεδυμένος < αρχαία ελληνική ἐνδεδυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐνδύω

  Μετοχή επεξεργασία

ενδεδυμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία