ενδεδυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδεδυμένος < αρχαία ελληνική ἐνδεδυμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐνδύω
Μετοχή επεξεργασία
ενδεδυμένος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδεδυμένος
|