Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομοκατεστημένος η νομοκατεστημένη το νομοκατεστημένο
      γενική του νομοκατεστημένου της νομοκατεστημένης του νομοκατεστημένου
    αιτιατική τον νομοκατεστημένο τη νομοκατεστημένη το νομοκατεστημένο
     κλητική νομοκατεστημένε νομοκατεστημένη νομοκατεστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομοκατεστημένοι οι νομοκατεστημένες τα νομοκατεστημένα
      γενική των νομοκατεστημένων των νομοκατεστημένων των νομοκατεστημένων
    αιτιατική τους νομοκατεστημένους τις νομοκατεστημένες τα νομοκατεστημένα
     κλητική νομοκατεστημένοι νομοκατεστημένες νομοκατεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοκατεστημένος < νόμος + -ο- + κατεστημένος

  Μετοχή επεξεργασία

νομοκατεστημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία