Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκατεσπαρμένος η εγκατεσπαρμένη το εγκατεσπαρμένο
      γενική του εγκατεσπαρμένου της εγκατεσπαρμένης του εγκατεσπαρμένου
    αιτιατική τον εγκατεσπαρμένο την εγκατεσπαρμένη το εγκατεσπαρμένο
     κλητική εγκατεσπαρμένε εγκατεσπαρμένη εγκατεσπαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκατεσπαρμένοι οι εγκατεσπαρμένες τα εγκατεσπαρμένα
      γενική των εγκατεσπαρμένων των εγκατεσπαρμένων των εγκατεσπαρμένων
    αιτιατική τους εγκατεσπαρμένους τις εγκατεσπαρμένες τα εγκατεσπαρμένα
     κλητική εγκατεσπαρμένοι εγκατεσπαρμένες εγκατεσπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκατεσπαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκατασπείρω

  Μετοχή επεξεργασία

εγκατεσπαρμένος, -η, -ο

  • που έχει διασκορπιστεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία