εγκατεσπαρμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκατεσπαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκατασπείρω
Μετοχή επεξεργασία
εγκατεσπαρμένος, -η, -ο
- που έχει διασκορπιστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκατεσπαρμένος
|