Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεπικουρούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεπικουρούμεν
ος
η
συνεπικουρούμεν
η
το
συνεπικουρούμεν
ο
γενική
του
συνεπικουρούμεν
ου
της
συνεπικουρούμεν
ης
του
συνεπικουρούμεν
ου
αιτιατική
τον
συνεπικουρούμεν
ο
τη
συνεπικουρούμεν
η
το
συνεπικουρούμεν
ο
κλητική
συνεπικουρούμεν
ε
συνεπικουρούμεν
η
συνεπικουρούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεπικουρούμεν
οι
οι
συνεπικουρούμεν
ες
τα
συνεπικουρούμεν
α
γενική
των
συνεπικουρούμεν
ων
των
συνεπικουρούμεν
ων
των
συνεπικουρούμεν
ων
αιτιατική
τους
συνεπικουρούμεν
ους
τις
συνεπικουρούμεν
ες
τα
συνεπικουρούμεν
α
κλητική
συνεπικουρούμεν
οι
συνεπικουρούμεν
ες
συνεπικουρούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συνεπικουρούμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
συνεπικουρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεπικουρούμενος
γαλλικά
:
avec
(fr)
l'
aide
(fr)
de,
ιταλικά
:
aiutato
(it)
,
coadiuvato
(it)