↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παινεμένος η παινεμένη το παινεμένο
      γενική του παινεμένου της παινεμένης του παινεμένου
    αιτιατική τον παινεμένο την παινεμένη το παινεμένο
     κλητική παινεμένε παινεμένη παινεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παινεμένοι οι παινεμένες τα παινεμένα
      γενική των παινεμένων των παινεμένων των παινεμένων
    αιτιατική τους παινεμένους τις παινεμένες τα παινεμένα
     κλητική παινεμένοι παινεμένες παινεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παινεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαινώ και παινεύω

παινεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία