Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παινεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παινεμέν
ος
η
παινεμέν
η
το
παινεμέν
ο
γενική
του
παινεμέν
ου
της
παινεμέν
ης
του
παινεμέν
ου
αιτιατική
τον
παινεμέν
ο
την
παινεμέν
η
το
παινεμέν
ο
κλητική
παινεμέν
ε
παινεμέν
η
παινεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παινεμέν
οι
οι
παινεμέν
ες
τα
παινεμέν
α
γενική
των
παινεμέν
ων
των
παινεμέν
ων
των
παινεμέν
ων
αιτιατική
τους
παινεμέν
ους
τις
παινεμέν
ες
τα
παινεμέν
α
κλητική
παινεμέν
οι
παινεμέν
ες
παινεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παινεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επαινώ
και
παινεύω
Μετοχή
επεξεργασία
παινεμένος, -η, -ο
που τον έχουν
επαινέσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαίνευτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
παινεύω
,
έπαινος
και
αινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παινεμένος
αγγλικά
:
praised
(en)