παρελκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρελκόμενος < αρχαία ελληνική παρελκόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παρέλκω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paɾelˈkomenos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρελ‐κό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπαρελκόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παρέλκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρελκόμενος
|
Επίθετο
επεξεργασίαπαρελκόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρελκόμενος
|