↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρελκόμενος η παρελκόμενη το παρελκόμενο
      γενική του παρελκόμενου της παρελκόμενης του παρελκόμενου
    αιτιατική τον παρελκόμενο την παρελκόμενη το παρελκόμενο
     κλητική παρελκόμενε παρελκόμενη παρελκόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρελκόμενοι οι παρελκόμενες τα παρελκόμενα
      γενική των παρελκόμενων των παρελκόμενων των παρελκόμενων
    αιτιατική τους παρελκόμενους τις παρελκόμενες τα παρελκόμενα
     κλητική παρελκόμενοι παρελκόμενες παρελκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρελκόμενος < αρχαία ελληνική παρελκόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παρέλκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paɾelˈkomenos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρελ‐κό‐με‐νος

παρελκόμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

παρελκόμενος

  1. συνοδευτικός, συμπληρωματικός
  2. επακόλουθος, επόμενος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) παρελκόμενο, παρελκόμενα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία