παρελκόμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρελκόμενο | τα | παρελκόμενα |
γενική | του | παρελκόμενου & παρελκομένου |
των | παρελκόμενων & παρελκομένων |
αιτιατική | το | παρελκόμενο | τα | παρελκόμενα |
κλητική | παρελκόμενο | παρελκόμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρελκόμενο < ελληνιστική κοινή παρελκόμενον < αρχαία ελληνική παρέλκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρελκόμενο ουδέτερο
- συμπλήρωμα ενός αντικειμένου (προϊόντος, συσκευής κ.λπ.), που συμβάλλει στην ολοκληρωμένη λειτουργία τους