κομψευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομψευόμενος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κομψεύομαι
Μετοχή
επεξεργασίακομψευόμενος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κομψεύομαι και κομψός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομψευόμενος
|