↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομψευόμενος η κομψευόμενη το κομψευόμενο
      γενική του κομψευόμενου της κομψευόμενης του κομψευόμενου
    αιτιατική τον κομψευόμενο την κομψευόμενη το κομψευόμενο
     κλητική κομψευόμενε κομψευόμενη κομψευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομψευόμενοι οι κομψευόμενες τα κομψευόμενα
      γενική των κομψευόμενων των κομψευόμενων των κομψευόμενων
    αιτιατική τους κομψευόμενους τις κομψευόμενες τα κομψευόμενα
     κλητική κομψευόμενοι κομψευόμενες κομψευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομψευόμενος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κομψεύομαι

κομψευόμενος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία