Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξιμαρισμένος η ξιμαρισμένη το ξιμαρισμένο
      γενική του ξιμαρισμένου της ξιμαρισμένης του ξιμαρισμένου
    αιτιατική τον ξιμαρισμένο την ξιμαρισμένη το ξιμαρισμένο
     κλητική ξιμαρισμένε ξιμαρισμένη ξιμαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξιμαρισμένοι οι ξιμαρισμένες τα ξιμαρισμένα
      γενική των ξιμαρισμένων των ξιμαρισμένων των ξιμαρισμένων
    αιτιατική τους ξιμαρισμένους τις ξιμαρισμένες τα ξιμαρισμένα
     κλητική ξιμαρισμένοι ξιμαρισμένες ξιμαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξιμαρισμένος < λείπει η ετυμολογία < ατιμασμένος

  Μετοχή επεξεργασία

ξιμαρισμένος -η -ο (κυπριακά)

  1. (κυριολεκτικά) λερωμένος, βρόμικος
  2. (μεταφορικά) ο βρομιάρης, ο πρόστυχος άνθρωπος

  Πηγές επεξεργασία

  • Κυπριακαί σπουδαί: δελτίον της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Τόμοι 26-27, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, 1962, σελ. 115