ξιμαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιμαρισμένος < → λείπει η ετυμολογία < ατιμασμένος
Μετοχή
επεξεργασίαξιμαρισμένος -η -ο (κυπριακά)
- (κυριολεκτικά) λερωμένος, βρόμικος
- (μεταφορικά) ο βρομιάρης, ο πρόστυχος άνθρωπος
Πηγές
επεξεργασία- Κυπριακαί σπουδαί: δελτίον της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Τόμοι 26-27, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, 1962, σελ. 115