Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἠγγυημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
(Ανακατεύθυνση από
ηγγυημένος
)
Δείτε επίσης
:
εγγυημένος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἠγγυημέν
ος
ἡ
ἠγγυημέν
η
τὸ
ἠγγυημέν
ον
γενική
τοῦ
ἠγγυημέν
ου
τῆς
ἠγγυημέν
ης
τοῦ
ἠγγυημέν
ου
δοτική
τῷ
ἠγγυημέν
ῳ
τῇ
ἠγγυημέν
ῃ
τῷ
ἠγγυημέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἠγγυημέν
ον
τὴν
ἠγγυημέν
ην
τὸ
ἠγγυημέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἠγγυημέν
ε
ἠγγυημέν
η
ἠγγυημέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἠγγυημέν
οι
αἱ
ἠγγυημέν
αι
τὰ
ἠγγυημέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἠγγυημέν
ων
τῶν
ἠγγυημέν
ων
τῶν
ἠγγυημέν
ων
δοτική
τοῖς
ἠγγυημέν
οις
ταῖς
ἠγγυημέν
αις
τοῖς
ἠγγυημέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἠγγυημέν
ους
τὰς
ἠγγυημέν
ᾱς
τὰ
ἠγγυημέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἠγγυημέν
οι
ἠγγυημέν
αι
ἠγγυημέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἠγγυημέν
ω
τὼ
ἠγγυημέν
ᾱ
τὼ
ἠγγυημέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἠγγυημέν
οιν
τοῖν
ἠγγυημέν
αιν
τοῖν
ἠγγυημέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἠγγυημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ἐγγυάω
(
παθητικό:
ἐγγυάομαι
/
ἐγγυῶμαι
)
νέα ελληνικά
:
εγγυημένος