Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναχρησιμοποιούμενος η επαναχρησιμοποιούμενη το επαναχρησιμοποιούμενο
      γενική του επαναχρησιμοποιούμενου της επαναχρησιμοποιούμενης του επαναχρησιμοποιούμενου
    αιτιατική τον επαναχρησιμοποιούμενο την επαναχρησιμοποιούμενη το επαναχρησιμοποιούμενο
     κλητική επαναχρησιμοποιούμενε επαναχρησιμοποιούμενη επαναχρησιμοποιούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναχρησιμοποιούμενοι οι επαναχρησιμοποιούμενες τα επαναχρησιμοποιούμενα
      γενική των επαναχρησιμοποιούμενων των επαναχρησιμοποιούμενων των επαναχρησιμοποιούμενων
    αιτιατική τους επαναχρησιμοποιούμενους τις επαναχρησιμοποιούμενες τα επαναχρησιμοποιούμενα
     κλητική επαναχρησιμοποιούμενοι επαναχρησιμοποιούμενες επαναχρησιμοποιούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναχρησιμοποιούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επαναχρησιμοποιώ. Μορφολογικά, επανα- + χρησιμοποιούμενος

  Μετοχή επεξεργασία

επαναχρησιμοποιούμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία