επαναχρησιμοποιούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαναχρησιμοποιούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επαναχρησιμοποιώ. Μορφολογικά, επανα- + χρησιμοποιούμενος
Μετοχή
επεξεργασίαεπαναχρησιμοποιούμενος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χρησιμοποιώ, χρήσιμος και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαναχρησιμοποιούμενος
|