↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλεμπονιασμένος η χλεμπονιασμένη το χλεμπονιασμένο
      γενική του χλεμπονιασμένου της χλεμπονιασμένης του χλεμπονιασμένου
    αιτιατική τον χλεμπονιασμένο τη χλεμπονιασμένη το χλεμπονιασμένο
     κλητική χλεμπονιασμένε χλεμπονιασμένη χλεμπονιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλεμπονιασμένοι οι χλεμπονιασμένες τα χλεμπονιασμένα
      γενική των χλεμπονιασμένων των χλεμπονιασμένων των χλεμπονιασμένων
    αιτιατική τους χλεμπονιασμένους τις χλεμπονιασμένες τα χλεμπονιασμένα
     κλητική χλεμπονιασμένοι χλεμπονιασμένες χλεμπονιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλεμπονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χλεμπονιάζω

χλεμπονιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία