χλεμπονιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλεμπονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χλεμπονιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαχλεμπονιασμένος, -η, -ο
- που είναι κιτρινισμένος, χλεμπονιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλεμπονιασμένος
|