Ετυμολογία

επεξεργασία
χλεμπονιάζω < μεσαιωνική ελληνική χλεμπονιάζω

χλεμπονιάζω

  • (σπάνιο) κιτρινίζω, γίνομαι χλεμπονιάρης
    ※  Χρειάζεται το άγχος, σου λέει ο άλλος. Είναι κίνητρο για να προσπαθείς, για να μην επαναπαύεσαι γιατί όσο ζορίζεσαι παλεύεις, ενώ αν δεν ζοριστείς χλεμπονιάζεις και αποτυγχάνεις.. (Χαίρε άγχος αμέτρητο, parallaximag.gr, 7/1/2014 [1])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλεμπονιάζω < λείπει η ετυμολογία

χλεμπονιάζω

  • κιτρινίζω
    ※  καὶ οὐκ ἐγὼ ἔχω τινὰν πρὸς βοήθειαν· διότι ὁ θεῖός μου ὁ γέρων Πέπονος ἐχλεμπονίασεν ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ ἐσχίσθη καὶ τρέχει ἡ γαστέρα του (Ο Πωρικολόγος Πετρουπόλεως)