κιτρινίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιτρινίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιτρινίζω < ελληνιστική κοινή κίτρινος < κίτρον < λατινική citron[1] < citrus < ετρουσκική [1] < αρχαία ελληνική κέδρος[1] (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.tɾiˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρι‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακιτρινίζω, αόρ.: κιτρίνισα, μτχ.π.π.: κιτρινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακιτρίνιστος
- ανοιχτοκίτρινος
- ασπροκιτρινίζω
- κατακιτρινίζω
- κιτρίνισμα / κιτρίνιασμα
- κιτρινισμένος
- κιτρινισμός
- → και δείτε τις λέξεις κίτρινος και κίτρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κιτρινίζω | κιτρίνιζα | θα κιτρινίζω | να κιτρινίζω | κιτρινίζοντας | |
β' ενικ. | κιτρινίζεις | κιτρίνιζες | θα κιτρινίζεις | να κιτρινίζεις | κιτρίνιζε | |
γ' ενικ. | κιτρινίζει | κιτρίνιζε | θα κιτρινίζει | να κιτρινίζει | ||
α' πληθ. | κιτρινίζουμε | κιτρινίζαμε | θα κιτρινίζουμε | να κιτρινίζουμε | ||
β' πληθ. | κιτρινίζετε | κιτρινίζατε | θα κιτρινίζετε | να κιτρινίζετε | κιτρινίζετε | |
γ' πληθ. | κιτρινίζουν(ε) | κιτρίνιζαν κιτρινίζαν(ε) |
θα κιτρινίζουν(ε) | να κιτρινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κιτρίνισα | θα κιτρινίσω | να κιτρινίσω | κιτρινίσει | ||
β' ενικ. | κιτρίνισες | θα κιτρινίσεις | να κιτρινίσεις | κιτρίνισε | ||
γ' ενικ. | κιτρίνισε | θα κιτρινίσει | να κιτρινίσει | |||
α' πληθ. | κιτρινίσαμε | θα κιτρινίσουμε | να κιτρινίσουμε | |||
β' πληθ. | κιτρινίσατε | θα κιτρινίσετε | να κιτρινίσετε | κιτρινίστε | ||
γ' πληθ. | κιτρίνισαν κιτρινίσαν(ε) |
θα κιτρινίσουν(ε) | να κιτρινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κιτρινίσει | είχα κιτρινίσει | θα έχω κιτρινίσει | να έχω κιτρινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κιτρινίσει | είχες κιτρινίσει | θα έχεις κιτρινίσει | να έχεις κιτρινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κιτρινίσει | είχε κιτρινίσει | θα έχει κιτρινίσει | να έχει κιτρινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κιτρινίσει | είχαμε κιτρινίσει | θα έχουμε κιτρινίσει | να έχουμε κιτρινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κιτρινίσει | είχατε κιτρινίσει | θα έχετε κιτρινίσει | να έχετε κιτρινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κιτρινίσει | είχαν κιτρινίσει | θα έχουν κιτρινίσει | να έχουν κιτρινίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.