ασπροκιτρινίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαασπροκιτρινίζω[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασπροκιτρινίζω | ασπροκιτρίνιζα | θα ασπροκιτρινίζω | να ασπροκιτρινίζω | ασπροκιτρινίζοντας | |
β' ενικ. | ασπροκιτρινίζεις | ασπροκιτρίνιζες | θα ασπροκιτρινίζεις | να ασπροκιτρινίζεις | ασπροκιτρίνιζε | |
γ' ενικ. | ασπροκιτρινίζει | ασπροκιτρίνιζε | θα ασπροκιτρινίζει | να ασπροκιτρινίζει | ||
α' πληθ. | ασπροκιτρινίζουμε | ασπροκιτρινίζαμε | θα ασπροκιτρινίζουμε | να ασπροκιτρινίζουμε | ||
β' πληθ. | ασπροκιτρινίζετε | ασπροκιτρινίζατε | θα ασπροκιτρινίζετε | να ασπροκιτρινίζετε | ασπροκιτρινίζετε | |
γ' πληθ. | ασπροκιτρινίζουν(ε) | ασπροκιτρίνιζαν ασπροκιτρινίζαν(ε) |
θα ασπροκιτρινίζουν(ε) | να ασπροκιτρινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασπροκιτρίνισα | θα ασπροκιτρινίσω | να ασπροκιτρινίσω | ασπροκιτρινίσει | ||
β' ενικ. | ασπροκιτρίνισες | θα ασπροκιτρινίσεις | να ασπροκιτρινίσεις | ασπροκιτρίνισε | ||
γ' ενικ. | ασπροκιτρίνισε | θα ασπροκιτρινίσει | να ασπροκιτρινίσει | |||
α' πληθ. | ασπροκιτρινίσαμε | θα ασπροκιτρινίσουμε | να ασπροκιτρινίσουμε | |||
β' πληθ. | ασπροκιτρινίσατε | θα ασπροκιτρινίσετε | να ασπροκιτρινίσετε | ασπροκιτρινίστε | ||
γ' πληθ. | ασπροκιτρίνισαν ασπροκιτρινίσαν(ε) |
θα ασπροκιτρινίσουν(ε) | να ασπροκιτρινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασπροκιτρινίσει | είχα ασπροκιτρινίσει | θα έχω ασπροκιτρινίσει | να έχω ασπροκιτρινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασπροκιτρινίσει | είχες ασπροκιτρινίσει | θα έχεις ασπροκιτρινίσει | να έχεις ασπροκιτρινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασπροκιτρινίσει | είχε ασπροκιτρινίσει | θα έχει ασπροκιτρινίσει | να έχει ασπροκιτρινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασπροκιτρινίσει | είχαμε ασπροκιτρινίσει | θα έχουμε ασπροκιτρινίσει | να έχουμε ασπροκιτρινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασπροκιτρινίσει | είχατε ασπροκιτρινίσει | θα έχετε ασπροκιτρινίσει | να έχετε ασπροκιτρινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασπροκιτρινίσει | είχαν ασπροκιτρινίσει | θα έχουν ασπροκιτρινίσει | να έχουν ασπροκιτρινίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπροκιτρινίζω
|
- ↑ ασπροκιτρινίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας