Δείτε επίσης: κιτρινωπός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιτρινισμένος η κιτρινισμένη το κιτρινισμένο
      γενική του κιτρινισμένου της κιτρινισμένης του κιτρινισμένου
    αιτιατική τον κιτρινισμένο την κιτρινισμένη το κιτρινισμένο
     κλητική κιτρινισμένε κιτρινισμένη κιτρινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιτρινισμένοι οι κιτρινισμένες τα κιτρινισμένα
      γενική των κιτρινισμένων των κιτρινισμένων των κιτρινισμένων
    αιτιατική τους κιτρινισμένους τις κιτρινισμένες τα κιτρινισμένα
     κλητική κιτρινισμένοι κιτρινισμένες κιτρινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιτρινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κιτρινίζω

  Μετοχή επεξεργασία

κιτρινισμένος, -η, -ο

  • που το χρώμα του έχει μεταβληθεί σε κίτρινο
    Στο υπόγειο φύλαγε παλιές εφημερίδες, κιτρινισμένες πια από τα χρόνια και την υγρασία.

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία