κιτρινισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιτρινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κιτρινίζω
Μετοχή επεξεργασία
κιτρινισμένος, -η, -ο
- που το χρώμα του έχει μεταβληθεί σε κίτρινο
- ↪Στο υπόγειο φύλαγε παλιές εφημερίδες, κιτρινισμένες πια από τα χρόνια και την υγρασία.