↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακιτρίνιστος η ακιτρίνιστη το ακιτρίνιστο
      γενική του ακιτρίνιστου της ακιτρίνιστης του ακιτρίνιστου
    αιτιατική τον ακιτρίνιστο την ακιτρίνιστη το ακιτρίνιστο
     κλητική ακιτρίνιστε ακιτρίνιστη ακιτρίνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακιτρίνιστοι οι ακιτρίνιστες τα ακιτρίνιστα
      γενική των ακιτρίνιστων των ακιτρίνιστων των ακιτρίνιστων
    αιτιατική τους ακιτρίνιστους τις ακιτρίνιστες τα ακιτρίνιστα
     κλητική ακιτρίνιστοι ακιτρίνιστες ακιτρίνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακιτρίνιστος < α- + κιτρινίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακιτρίνιστος[1] [2]

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία