Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιτρίνιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κιτρίνιασμα
τα
κιτρινιάσμα
τ
α
γενική
του
κιτρινιάσμα
τ
ος
των
κιτρινιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
κιτρίνιασμα
τα
κιτρινιάσμα
τ
α
κλητική
κιτρίνιασμα
κιτρινιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιτρίνιασμα
<
κιτρινιάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κιτρίνιασμα
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
κιτρίνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιτρίνιασμα
→
δείτε
τη λέξη
κιτρίνισμα