↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαρομπασμένος η ζαρομπασμένη το ζαρομπασμένο
      γενική του ζαρομπασμένου της ζαρομπασμένης του ζαρομπασμένου
    αιτιατική τον ζαρομπασμένο τη ζαρομπασμένη το ζαρομπασμένο
     κλητική ζαρομπασμένε ζαρομπασμένη ζαρομπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαρομπασμένοι οι ζαρομπασμένες τα ζαρομπασμένα
      γενική των ζαρομπασμένων των ζαρομπασμένων των ζαρομπασμένων
    αιτιατική τους ζαρομπασμένους τις ζαρομπασμένες τα ζαρομπασμένα
     κλητική ζαρομπασμένοι ζαρομπασμένες ζαρομπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαρομπασμένος < ζάρ(α) + -ο- + μετοχή μπασμένος

ζαρομπασμένος, -η, -ο

  • που φαίνεται ζαρωμένος ή καχεκτικός
    ※  Νάτο προβάλλει ἀγνάντια τους· μονόπατο, ζαρομπασμένο, σαράβαλο· παραδαρμένο, παραρριγμένο στοὺς πέντε δρόμους, ζωντάρφανο. (Κωστής Παλαμάς, Διηγήματα μετά προλόγου, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, 1919, σελ. 86)
    ※  Καὶ καθὼς πήγαινα συλλογισμένος , τὸ μάτι μου πῆρε ἄξαφνα μέσα στὸ δεξὶ καλάθι ἕνα μανταρίνι ποὺ ἔδειχνε κούφιο καὶ ζαρομπασμένο. Τὸ πιάνω καὶ τὸ βρίσκω φλούδι μοναχό. (Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας: Από τον Ψυχάρη ως την Αιολική Σχολή, 1947, σελ. 358)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία