σαββατογεννημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαββατογεννημένος < Σάββατο + γεννημένος
Μετοχή
επεξεργασίασαββατογεννημένος, -η, -ο
- που, επειδή γεννήθηκε ημέρα Σάββατο, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη είναι ελαφροΐσκιωτος ή πολύ τυχερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαββατογεννημένος
|