↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαββατογεννημένος η σαββατογεννημένη το σαββατογεννημένο
      γενική του σαββατογεννημένου της σαββατογεννημένης του σαββατογεννημένου
    αιτιατική τον σαββατογεννημένο τη σαββατογεννημένη το σαββατογεννημένο
     κλητική σαββατογεννημένε σαββατογεννημένη σαββατογεννημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαββατογεννημένοι οι σαββατογεννημένες τα σαββατογεννημένα
      γενική των σαββατογεννημένων των σαββατογεννημένων των σαββατογεννημένων
    αιτιατική τους σαββατογεννημένους τις σαββατογεννημένες τα σαββατογεννημένα
     κλητική σαββατογεννημένοι σαββατογεννημένες σαββατογεννημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαββατογεννημένος < Σάββατο + γεννημένος

σαββατογεννημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία