στρωματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαστρωματοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στρωματοποιώ
- στρωματοποιημένο δείγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρωματοποιημένος
|
στρωματοποιημένος, -η, -ο
|