↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοψημένος η φρεσκοψημένη το φρεσκοψημένο
      γενική του φρεσκοψημένου της φρεσκοψημένης του φρεσκοψημένου
    αιτιατική τον φρεσκοψημένο τη φρεσκοψημένη το φρεσκοψημένο
     κλητική φρεσκοψημένε φρεσκοψημένη φρεσκοψημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοψημένοι οι φρεσκοψημένες τα φρεσκοψημένα
      γενική των φρεσκοψημένων των φρεσκοψημένων των φρεσκοψημένων
    αιτιατική τους φρεσκοψημένους τις φρεσκοψημένες τα φρεσκοψημένα
     κλητική φρεσκοψημένοι φρεσκοψημένες φρεσκοψημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεσκοψημένος < φρέσκος + ψημένος

φρεσκοψημένος, -η, -ο

  • που έχει μόλις ψηθεί, που μόλις έχει βγει από τον φούρνο
    ※  Μα μόλις πάρει να ξημερώνει, σύννεφα από μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού σκεπάζουν τα δεινά της νύχτας. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία