Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσικνισμένος η τσικνισμένη το τσικνισμένο
      γενική του τσικνισμένου της τσικνισμένης του τσικνισμένου
    αιτιατική τον τσικνισμένο την τσικνισμένη το τσικνισμένο
     κλητική τσικνισμένε τσικνισμένη τσικνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσικνισμένοι οι τσικνισμένες τα τσικνισμένα
      γενική των τσικνισμένων των τσικνισμένων των τσικνισμένων
    αιτιατική τους τσικνισμένους τις τσικνισμένες τα τσικνισμένα
     κλητική τσικνισμένοι τσικνισμένες τσικνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσικνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσικνίζω

  Μετοχή επεξεργασία

τσικνισμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία