τσικνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσικνίζω < τσίκνα + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική τσίκνα
Ρήμα
επεξεργασίατσικνίζω
- ψήνω περισσότερο απ’ όσο πρέπει το φαγητό, το «καίω», ώσπου να αναδυθεί τσίκνα
- (μεταφορικά) βγαίνω έξω και διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη (ενδεχομένως έχοντας προηγουμένως τσικνίσει το σπιτικό φαγητό)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσίκνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσικνίζω | τσίκνιζα | θα τσικνίζω | να τσικνίζω | τσικνίζοντας | |
β' ενικ. | τσικνίζεις | τσίκνιζες | θα τσικνίζεις | να τσικνίζεις | τσίκνιζε | |
γ' ενικ. | τσικνίζει | τσίκνιζε | θα τσικνίζει | να τσικνίζει | ||
α' πληθ. | τσικνίζουμε | τσικνίζαμε | θα τσικνίζουμε | να τσικνίζουμε | ||
β' πληθ. | τσικνίζετε | τσικνίζατε | θα τσικνίζετε | να τσικνίζετε | τσικνίζετε | |
γ' πληθ. | τσικνίζουν(ε) | τσίκνιζαν τσικνίζαν(ε) |
θα τσικνίζουν(ε) | να τσικνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίκνισα | θα τσικνίσω | να τσικνίσω | τσικνίσει | ||
β' ενικ. | τσίκνισες | θα τσικνίσεις | να τσικνίσεις | τσίκνισε | ||
γ' ενικ. | τσίκνισε | θα τσικνίσει | να τσικνίσει | |||
α' πληθ. | τσικνίσαμε | θα τσικνίσουμε | να τσικνίσουμε | |||
β' πληθ. | τσικνίσατε | θα τσικνίσετε | να τσικνίσετε | τσικνίστε | ||
γ' πληθ. | τσίκνισαν τσικνίσαν(ε) |
θα τσικνίσουν(ε) | να τσικνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσικνίσει | είχα τσικνίσει | θα έχω τσικνίσει | να έχω τσικνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσικνίσει | είχες τσικνίσει | θα έχεις τσικνίσει | να έχεις τσικνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσικνίσει | είχε τσικνίσει | θα έχει τσικνίσει | να έχει τσικνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσικνίσει | είχαμε τσικνίσει | θα έχουμε τσικνίσει | να έχουμε τσικνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσικνίσει | είχατε τσικνίσει | θα έχετε τσικνίσει | να έχετε τσικνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσικνίσει | είχαν τσικνίσει | θα έχουν τσικνίσει | να έχουν τσικνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσικνίζω
|