Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσικνοπέμπτη οι Τσικνοπέμπτες
      γενική της Τσικνοπέμπτης
    αιτιατική την Τσικνοπέμπτη τις Τσικνοπέμπτες
     κλητική Τσικνοπέμπτη Τσικνοπέμπτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσικνοπέμπτη < τσίκν(α) + -ο- + Πέμπτη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.knoˈpem.pti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐κνο‐πέμ‐πτη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσικνοπέμπτη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία