τετρανιτρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετρανιτρωμένος < τετρανίτρωση
Μετοχή
επεξεργασίατετρανιτρωμένος, -η, -ο
- (χημεία): αυτός που φέρει στο μόριό του τετράνιτρο, (ή τετράζωτο)
- τετραζωτούχος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετρανιτρωμένος
|