↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρανίτρωση οι τετρανιτρώσεις
      γενική της τετρανίτρωσης των τετρανιτρώσεων
    αιτιατική την τετρανίτρωση τις τετρανιτρώσεις
     κλητική τετρανίτρωση τετρανιτρώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετρανίτρωση < τετρα- + νίτρωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετρανίτρωση θηλυκό

  • (χημεία) η με χημική αντίδραση αντικατάσταση - προσθήκη τεσσάρων ατόμων νίτρου (ή αζώτου) στο μόριο μιας χημικής ένωσης
    ⮡  ουσιαστικά με την τετρανίτρωση αντικαθίστανται οι αμινομάδες πρωτοταγών διαμινών με διαζωομάδες

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία