νίτρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νίτρωση | οι | νιτρώσεις |
γενική | της | νίτρωσης* | των | νιτρώσεων |
αιτιατική | τη | νίτρωση | τις | νιτρώσεις |
κλητική | νίτρωση | νιτρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νιτρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νίτρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νίτρωση
|
- ↑ νίτρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)