ερρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερρωμένος < αρχαία ελληνική ἐρρωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ῥώννυμι
Μετοχή επεξεργασία
ερρωμένος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρώμη
Δείτε επίσης : ἐρρωμένος, ερωμένος, ἐρωμένος |
ερρωμένος, -η, -ο