Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐρρωμένος
,
ερωμένος
,
ἐρωμένος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερρωμέν
ος
η
ερρωμέν
η
το
ερρωμέν
ο
γενική
του
ερρωμέν
ου
της
ερρωμέν
ης
του
ερρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ερρωμέν
ο
την
ερρωμέν
η
το
ερρωμέν
ο
κλητική
ερρωμέν
ε
ερρωμέν
η
ερρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερρωμέν
οι
οι
ερρωμέν
ες
τα
ερρωμέν
α
γενική
των
ερρωμέν
ων
των
ερρωμέν
ων
των
ερρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ερρωμέν
ους
τις
ερρωμέν
ες
τα
ερρωμέν
α
κλητική
ερρωμέν
οι
ερρωμέν
ες
ερρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ερρωμένος
<
αρχαία ελληνική
ἐρρωμένος
,
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ῥώννυμι
Μετοχή
Επεξεργασία
ερρωμένος, -η, -ο
(
λόγιο
) (
σπάνιο
)
ρωμαλέος
,
στιβαρός
,
εύρωστος
,
σφριγηλός
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ρώμη
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ερρωμένος
→
δείτε
τις λέξεις
ρωμαλέος
,
στιβαρός
,
εύρωστος
και
σφριγηλός