Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανονισμένος η κανονισμένη το κανονισμένο
      γενική του κανονισμένου της κανονισμένης του κανονισμένου
    αιτιατική τον κανονισμένο την κανονισμένη το κανονισμένο
     κλητική κανονισμένε κανονισμένη κανονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανονισμένοι οι κανονισμένες τα κανονισμένα
      γενική των κανονισμένων των κανονισμένων των κανονισμένων
    αιτιατική τους κανονισμένους τις κανονισμένες τα κανονισμένα
     κλητική κανονισμένοι κανονισμένες κανονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κανονίζω

  Μετοχή επεξεργασία

κανονισμένος -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία