κανονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κανονίζω
Μετοχή
επεξεργασίακανονισμένος -η, -ο
- που έχει κανονιστεί, προγραμματισμένος
- το ραντεβού είναι κανονισμένο για αύριο στις 6:00