κεκανονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεκανονισμένος < λόγια παθητική μετοχή του ρήματος κανονίζω
Μετοχή
επεξεργασίακεκανονισμένος, -η, -ο
- που έχει οριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν
- στρατιωτικό άγημα απέδωσε τις κεκανονισμένες τιμές
Συγγενικά
επεξεργασία- κεκανονισμένα (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεκανονισμένος
|