κεντρικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεντρικοποιημένος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική centralized
Μετοχή
επεξεργασίακεντρικοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεντρικοποιώ: που έχει τεθεί υπό τον έλεγχο κάποιας κεντρικής αρχής
- ⮡ Στο τραπεζικό σύστημα ο όρος κεντρικοποιημένος / κεντρικός», αναφέρεται στην ύπαρξη ενός μεσάζοντα ή τρίτου μέρους για τη διεκπεραίωση των συναλλαγών, όπως είναι μία τράπεζα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεντρικοποιημένος