Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντρικοποιημένος η κεντρικοποιημένη το κεντρικοποιημένο
      γενική του κεντρικοποιημένου της κεντρικοποιημένης του κεντρικοποιημένου
    αιτιατική τον κεντρικοποιημένο την κεντρικοποιημένη το κεντρικοποιημένο
     κλητική κεντρικοποιημένε κεντρικοποιημένη κεντρικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντρικοποιημένοι οι κεντρικοποιημένες τα κεντρικοποιημένα
      γενική των κεντρικοποιημένων των κεντρικοποιημένων των κεντρικοποιημένων
    αιτιατική τους κεντρικοποιημένους τις κεντρικοποιημένες τα κεντρικοποιημένα
     κλητική κεντρικοποιημένοι κεντρικοποιημένες κεντρικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντρικοποιημένος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική centralized

  Μετοχή επεξεργασία

κεντρικοποιημένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεντρικοποιώ: που έχει τεθεί υπό τον έλεγχο κάποιας κεντρικής αρχής
    Στο τραπεζικό σύστημα ο όρος κεντρικοποιημένος / κεντρικός», αναφέρεται στην ύπαρξη ενός μεσάζοντα ή τρίτου μέρους για τη διεκπεραίωση των συναλλαγών, όπως είναι μία τράπεζα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία