Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοειρωνευόμενος η αυτοειρωνευόμενη το αυτοειρωνευόμενο
      γενική του αυτοειρωνευόμενου της αυτοειρωνευόμενης του αυτοειρωνευόμενου
    αιτιατική τον αυτοειρωνευόμενο την αυτοειρωνευόμενη το αυτοειρωνευόμενο
     κλητική αυτοειρωνευόμενε αυτοειρωνευόμενη αυτοειρωνευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοειρωνευόμενοι οι αυτοειρωνευόμενες τα αυτοειρωνευόμενα
      γενική των αυτοειρωνευόμενων των αυτοειρωνευόμενων των αυτοειρωνευόμενων
    αιτιατική τους αυτοειρωνευόμενους τις αυτοειρωνευόμενες τα αυτοειρωνευόμενα
     κλητική αυτοειρωνευόμενοι αυτοειρωνευόμενες αυτοειρωνευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοειρωνευόμενος < αυτο- + ειρωνευόμενος

  Μετοχή επεξεργασία

αυτοειρωνευόμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία