απεκδυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεκδυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απεκδύομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀπεκδύομαι
Μετοχή
επεξεργασίααπεκδυόμενος, -η, -ο
- που απεκδύεται
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απεκδύομαι, εκδύω και δύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεκδυόμενος
|