↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεκδυόμενος η απεκδυόμενη το απεκδυόμενο
      γενική του απεκδυόμενου της απεκδυόμενης του απεκδυόμενου
    αιτιατική τον απεκδυόμενο την απεκδυόμενη το απεκδυόμενο
     κλητική απεκδυόμενε απεκδυόμενη απεκδυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεκδυόμενοι οι απεκδυόμενες τα απεκδυόμενα
      γενική των απεκδυόμενων των απεκδυόμενων των απεκδυόμενων
    αιτιατική τους απεκδυόμενους τις απεκδυόμενες τα απεκδυόμενα
     κλητική απεκδυόμενοι απεκδυόμενες απεκδυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απεκδυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απεκδύομαι < (ελληνιστική κοινήἀπεκδύομαι

απεκδυόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία