αραχνοκεντημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αραχνοκεντημένος < {αράχνη+κεντώ+κατάληξη παθητικής μετοχής -μένος}
Μετοχή
επεξεργασίααραχνοκεντημένος
- {αυτός που είναι κεντημένος ή πλεγμένος σαν τον ιστό της αράχνης, ο αραχνοΰφαντος}
Μεταφράσεις
επεξεργασία αραχνοκεντημένος
|