↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοδομημένος η πυκνοδομημένη το πυκνοδομημένο
      γενική του πυκνοδομημένου της πυκνοδομημένης του πυκνοδομημένου
    αιτιατική τον πυκνοδομημένο την πυκνοδομημένη το πυκνοδομημένο
     κλητική πυκνοδομημένε πυκνοδομημένη πυκνοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοδομημένοι οι πυκνοδομημένες τα πυκνοδομημένα
      γενική των πυκνοδομημένων των πυκνοδομημένων των πυκνοδομημένων
    αιτιατική τους πυκνοδομημένους τις πυκνοδομημένες τα πυκνοδομημένα
     κλητική πυκνοδομημένοι πυκνοδομημένες πυκνοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνοδομημένος < πυκνός + -ο- + δομημένος

πυκνοδομημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία