↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραιοδομημένος η αραιοδομημένη το αραιοδομημένο
      γενική του αραιοδομημένου της αραιοδομημένης του αραιοδομημένου
    αιτιατική τον αραιοδομημένο την αραιοδομημένη το αραιοδομημένο
     κλητική αραιοδομημένε αραιοδομημένη αραιοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραιοδομημένοι οι αραιοδομημένες τα αραιοδομημένα
      γενική των αραιοδομημένων των αραιοδομημένων των αραιοδομημένων
    αιτιατική τους αραιοδομημένους τις αραιοδομημένες τα αραιοδομημένα
     κλητική αραιοδομημένοι αραιοδομημένες αραιοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραιοδομημένος < αραιός + -ο- + δομημένος

αραιοδομημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία